- φύξηλις
- φύξηλις: cowardly, Il. 17.143†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
φύξηλις — cowardly fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύξηλις — ήλιος και ήλιδος, ὁ, ἡ, Α φυγόμαχος, δειλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φυξ τής μηδενισμένης βαθμίδας του ρ. φεύγω* (πρβλ. το ριζικό όν. φύξ) + επίθημα ηλ ις (< επίθημα * ēl , πρβλ. ἀνθ ήλ η, χαμ ηλ ός + κατάλ. ίς). Για το ζεύγος φύξ ι ς: φύξ ηλ ις,… … Dictionary of Greek
φυξήλιδας — φύξηλις cowardly fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυξήλιδος — φύξηλις cowardly fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύξηλιν — φύξηλις cowardly fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)